- κακόμαντις
- κακόμαντις, ὁ, ἡ (Α)1. αυτός που προφητεύει κακά, που μαντεύει συμφορές («κακόμαντις Ἐρινύς», Αισχύλ.)2. κακός, δυσάρεστος προφήτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακόμαντις — prophet of evil fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακομάντεις — κακόμαντις prophet of evil fem nom/voc pl (attic epic) κακόμαντις prophet of evil fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόμαντι — κακόμαντις prophet of evil fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόμαντιν — κακόμαντις prophet of evil fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek